Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

ἁλίβρεκτος

См. также в других словарях:

  • αλίβρεκτος — ον (Α ἁλίβρεκτος) ο βρεχόμενος από θάλασσα, θαλασσόβρεχτος, αλίβροχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι * (< ἅλς) + βρεκτὸς < βρέχω] …   Dictionary of Greek

  • ἁλιβρέκτοιο — ἁλίβρεκτος washed by the sea masc/fem/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁλιβρέκτοισιν — ἁλίβρεκτος washed by the sea masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁλιβρέκτου — ἁλίβρεκτος washed by the sea masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁλιβρέκτων — ἁλίβρεκτος washed by the sea masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁλιβρέκτῳ — ἁλίβρεκτος washed by the sea masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλίβροχος — ἁλίβροχος, ον (Α) αυτός που βρέχεται από τη θάλασσα, αλίβρεκτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι * (< ἅλς) + βρέχω] …   Dictionary of Greek

  • αλι- — Γλωσσ. α συνθετικό λέξεων τής αρχαίας Ελληνικής με μεγάλη παραγωγικότητα, που προέρχεται ετυμολογικά από το ουσ. ἅλς* (I), (II) «θάλασσα, αλάτι». Το ἁλι ως α συνθετικό σημαίνει συνήθως «θάλασσα» και σπανιότερα «αλάτι». Στα νέα Ελληνικά απαντά… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»