-
1 Αλης...
Ἅλης...Ἅλεις, Ἅλης(тж. Ἄλης) - εντος ὅ Галент1) река в Лукании Theocr.2) река на о-ве Кос Theocr. -
2 αλης
2(ᾱ) собранный в кучу, соединенный вместеἁ. γενομένη πᾶσα ἥ Ἑλλάς Her. — соединенные силы всей Эллады;
κατὰ μὲν ἕνα …, ἁλέες δέ Her. — поодиночке …, но все вместе -
3 Αλης
-
4 Αλεις
-
5 αλες
-
6 αλιζω
I(ᾰ) [ἅλς II]1) солить, посыпать солью(ἄρτοι ἡλισμένοι Arst.)
2) кормить солью(τὰ πρόβατα Arst.)
II(ᾱ) [ἁλής] собирать(ἄγορον φιλων Eur.; στρατόν Her.)
ἐπέν ἁλισθῇ ἥ στρατιά Xen. — когда армия будет собрана;ἁ. τινὰς εἰς ταὐτό Plat. — собирать кого-л. в одно место -
7 επαλης
-
8 προαλης
См. также в других словарях:
αλής — ἁλής, ὲς (Α) συναθροισμένος, συγκεντρωμένος, αθρόος το ουδέτερο ἁλέα ως επίρρ. αθρόα, συγκεντρωτικά. [ΕΤΥΜΟΛ. Ιωνικός τύπος επιθέτου, συνώνυμος με το αττ. ἁθρόος*. Μορφολογικά το επίθ. είναι συγγενές με το αιολ. ἀολλής «συναθροισμένος… … Dictionary of Greek
.άλῃς — ἄλῃς , ἄλη wandering fem dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἅλης — ἄλης , ἄλη wandering fem gen sg (attic epic ionic) ἄ̱λης , ἀλέω grind imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) ἔλης , λάω 1 imperf ind act 2nd sg (doric) ἔλης , λάω 2 seize imperf ind act 2nd sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁλῆς — ἁλή salt works fem gen sg (attic epic ionic) ἁ̱λῆς , ἁλής thronged masc/fem acc pl (attic epic doric ionic) ἁ̱λῆς , ἁλής thronged masc/fem nom/voc pl (doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁλής — ἁ̱λής , ἁλής thronged masc/fem nom sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἄλης — Ἄλευς masc nom pl Ἄλευς masc nom/voc pl Ἄλης masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλῆς — ἀλέα avoiding fem gen sg (attic epic ionic) ἀλέω grind pres ind act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄλης — ἄλη wandering fem gen sg (attic epic ionic) ἄ̱λης , ἀλέω grind imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) εἴλω shut in aor ind pass 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἅλης — Ἅλις masc nom/voc pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αλέξανδρος ο εξ Άλης — (Alexandrus Halesius,1170 – 1245). Άγγλος φραγκισκανός μοναχός και φιλόσοφος. Σπούδασε στην Οξφόρδη και στο Παρίσι, στη θεολογική σχολή του οποίου δίδαξε ο ίδιος αργότερα και απέκτησε μεγάλη φήμη. Έγραψε πολλά φιλοσοφικά, ιστορικά και θεολογικά… … Dictionary of Greek
Καρά αλής — (1778 – 1822). Τούρκος ναύαρχος κατά την περίοδο της Ελληνικής Επανάστασης. Το 1821 έπλευσε ως αρχηγός ισχυρότατης μοίρας εναντίον των Ελλήνων, αφού προηγουμένως διέταξε τη σφαγή όλων των χριστιανών αξιωματικών του στόλου. Ενίσχυσε τις φρουρές… … Dictionary of Greek