-
1 ἁλάδρομος
ἁλά-δρομος, der Meerlauf, das Laufen über das Meer, od. Springlauf
См. также в других словарях:
αλάδρομος — ἀλάδρομος, ο (Α) τρέξιμο πάνω από τη θάλασσα (κατά μία εκδοχή δρόμος με άλματα). [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. διθυραμβική, που πλάστηκε από τον Αριστοφάνη και απαντά στην κωμωδία του «Όρνιθες». Ετυμολογικά η λ. είναι σύνθετη με πιθανό α συνθ. το ουσ. ἅλς… … Dictionary of Greek