-
1 αλτήρ
-
2 ἁλτήρ
-
3 αλτήρα
-
4 ἁλτῆρα
-
5 αλτήρας
-
6 ἁλτῆρας
-
7 αλτήρες
-
8 ἁλτῆρες
-
9 αλτήρι
-
10 ἁλτῆρι
-
11 αλτήρσι
-
12 ἁλτῆρσι
-
13 αλτήρσιν
-
14 ἁλτῆρσιν
-
15 αλτήρων
-
16 ἁλτήρων
-
17 ἅλλομαι
Grammatical information: v.Meaning: `spring, leap' (Il.).Other forms: Aor. ἀλτο (Hom.) Aeolic form with augment? (Schwyzer 751 with n. 1)Compounds: προαλης (Hom.) `sloping, rushing forward'Derivatives: ἅλμα `jump' (Hom.). ἁλτήρ (Crates Com.) in sports `weights kept in the hands while jumping'.Etymology: From *ἅλ-ιομαι. Identical with Lat. salio (\< *sl̥-i-; * sal- is impossible, as PIE had no phoneme a.). Further perhaps to Skt. ásaram `run, rush' (Narten MSS 26 (1969) 77ff.) Very doubtful OCS slьpati `ἅλλομαι', Slov. slâp (\< * solpo-) `(water)fall, wave'; a root-enlargement -p- is rare in IE. - See on πάλλομαι.Page in Frisk: 1,76Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἅλλομαι
См. также в других словарях:
ἁλτήρ — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁλτῆρα — ἁλτήρ masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁλτῆρας — ἁλτήρ masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁλτῆρες — ἁλτήρ masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁλτῆρι — ἁλτήρ masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁλτῆρσι — ἁλτήρ masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁλτῆρσιν — ἁλτήρ masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁλτήρων — ἁλτήρ masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άλλομαι — ἅλλομαι (Α) 1. (για έμψυχα και άψυχα) αναπηδώ, σκιρτώ, τινάζομαι 2. υπερβαίνω, υπερπηδώ 3. (για ήχο) ξεπηδώ, αντηχώ 4. (για μέλη τού ανθρώπινου σώματος) πάλλομαι, τρέμω 5. φρ. «ἅλλομαι ἐπί τινι», εφορμώ, επιτίθεμαι εναντίον κάποιου 6. στη… … Dictionary of Greek
αλτήρας — Όργανο κατασκευασμένο από λίθο, μολύβι ή σίδερο. Το χρησιμοποιούσαν οι αθλητές στην αρχαιότητα για την απόκτηση φόρας στο άλμα. Στην σημερινή εποχή α. είναι όργανο γυμναστικής των χεριών που αποτελείται από δύο βάρη, τα οποία συνδέονται μεταξύ… … Dictionary of Greek
αλτήρια — η ἁλτήρια, τα (Α) [ἁλτήρ] μικροί αλτήρες … Dictionary of Greek