Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἁλοσύδνη

См. также в других словарях:

  • αλοσύδνη — ἁλοσύδνη, η (Α) αυτή που γεννήθηκε από τη θάλασσα ή ανήκει σ’ αυτήν, η θαλασσογεννημένη (κυρίως ως επίθετο τών Νηρηίδων και τής Θέτιδος). [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. αβέβαιης ετυμολογίας, πιθ. < ἅλς, ός + ὐδνη < θ. τής λ. ὕδωρ. Η ετυμολογική συσχέτιση τής… …   Dictionary of Greek

  • Ἁλοσύδνη — fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁλοσύδνη — fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἁλοσύδναι — Ἁλοσύδνη fem nom/voc pl Ἁλοσύδνᾱͅ , Ἁλοσύδνη fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁλοσύδναι — Ἁλοσύδνη fem nom/voc pl ἁλοσύδνᾱͅ , Ἁλοσύδνη fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἁλοσύδνην — Ἁλοσύδνη fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁλοσύδνην — Ἁλοσύδνη fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἁλοσύδνης — Ἁλοσύδνη fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁλοσύδνης — Ἁλοσύδνη fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Halosydne — HALOSYDNE, es, Gr. Ἁλοσύδνη, ης, ein Beynamen der Amphitrite. Hom. Il. Υ. 207. Sie hat solchen von der starken Bewegung des Meeres. Dam. Lex. etymol. p. 2816 …   Gründliches mythologisches Lexikon

  • Υδατοσύδνη — ἡ, Α όνομα μιας από τις Νηρηίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. Ονομασία μιας από τις Νηρηίδες, η οποία εμφανίζει ως πρώτο συνθετικό τη λ. ὕδωρ, ὕδατος και ως δεύτερο συνθετικό έναν δυσερμήνευτο τ. ύδνη, ο οποίος απαντά και στη λ. ἁλοσύδνη* και συνδέεται, κατά μία… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»