-
1 αλμάδας
-
2 ἁλμάδας
См. также в других словарях:
ἁλμάδας — ἁλμάς salted fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επίσταλμα — ἐπίσταλμα, τὸ (AM) μσν. στον πληθ. τὰ ἐπιστάλματα αυτοκρατορικές επιστολές αρχ. 1. παραγγελία («καὶ ἀγοράζειν αὐτὸν μὲν μηδέν, ξένοις δέ ἐπιστάλματα εἰς Βυζάντιον ἁλμάδας», (Θεόφρ.) 2. αξίωμα, το οποίο παρέχει δικαιοδοσίες σε κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek