-
1 ἁλμυρίς
A anything salt, and so,2 salt soil or land, Thphr.CP2.5.4, LXX Jb.39.6, PPetr.3p.237, etc.; in Attica, = ἁλίπεδον, IG2.1059, Hsch.: pl., Ἁλμῡρίδες, Ar.Fr. 132.3 kind of κράμβη, Brassica cretica, Eudem. ap. Ath.<*>. 369e, POxy.736.73 (i B. C.): pl., Diocl.Fr.138, Plu.2.801a.b = ἅλιμον, Aët.1.21.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἁλμυρίς
См. также в других словарях:
αλμυρίτις γη — ἁλμυρίτις γῆ, η (Α) [ἁλμυρός] αλμυρό έδαφος, αλμυρή γη, η αλμυρίς* … Dictionary of Greek
αλμυρός — I Κωμόπολη (υψόμ. 60 μ., 7.566 κάτ.) στην πρώην επαρχία Αλμυρού του νομού Μαγνησίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αλμυρού. Ο σημερινός Α., που ιδρύθηκε τον 13ο αι., είναι ομώνυμος του παλαιότερου οικισμού που είχε δημιουργηθεί τον 9ο αι. μ.Χ.,… … Dictionary of Greek