-
1 αλμυρίδι
-
2 ἁλμυρίδι
См. также в других словарях:
ἁλμυρίδι — ἁλμυρίς anything salt fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλισίβα — Όρος με τον οποίο στην τεχνική ορολογία χαρακτηρίζεται ένα αλκαλικό διάλυμα. Η λέξη προέρχεται από τη λατινική liscivium. Η α. παράγεται από την τέφρα των ξύλων, αφού βράσει με νερό. Τη χρησιμοποιούσαν παλαιότερα για το πλύσιμο των ασπρορούχων.… … Dictionary of Greek