Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἁλμυρίδι

См. также в других словарях:

  • ἁλμυρίδι — ἁλμυρίς anything salt fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλισίβα — Όρος με τον οποίο στην τεχνική ορολογία χαρακτηρίζεται ένα αλκαλικό διάλυμα. Η λέξη προέρχεται από τη λατινική liscivium. Η α. παράγεται από την τέφρα των ξύλων, αφού βράσει με νερό. Τη χρησιμοποιούσαν παλαιότερα για το πλύσιμο των ασπρορούχων.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»