-
1 αλιερκης
См. также в других словарях:
λινοερκής — λινοερκής, ές (Α) περιφραγμένος με δίχτια ή παγίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + ερκής (< ἕρκος «εμπόδιο, φραγμός»), πρβλ. αλι ερκής, εν ερκής] … Dictionary of Greek
αλιερκής — ἁλιερκής, ὲς (Α) αυτός που περιφράσσεται, που περιβάλλεται από θάλασσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι * (< ἅλς) + ερκής (< ἕρκος «φραγμός») … Dictionary of Greek