-
1 ἁλι-ερκής
ἁλι-ερκής, ές, meerumzäunt, χώρα Pind. Ol. 8, 25; Ἰσϑμοῦ δειράς I. 1, 9; ὄχϑη P. 1, 18; γῆ Opp. H. 3, 175.
-
2 ἁλιερκής
См. также в других словарях:
λινοερκής — λινοερκής, ές (Α) περιφραγμένος με δίχτια ή παγίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + ερκής (< ἕρκος «εμπόδιο, φραγμός»), πρβλ. αλι ερκής, εν ερκής] … Dictionary of Greek
αλιερκής — ἁλιερκής, ὲς (Α) αυτός που περιφράσσεται, που περιβάλλεται από θάλασσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι * (< ἅλς) + ερκής (< ἕρκος «φραγμός») … Dictionary of Greek