-
1 ἁλι-αίετος
ἁλι-αίετος, ὁ, dasselbe, Ar. Av. 891 Ant. Lib. 1, 11.
-
2 ἁλιάετος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἁλιάετος
-
3 ἁλιάετος
ἁλι-άετος, ἁλι-αίετος, Meeradler -
4 ἁλιαίετος
ἁλι-άετος, ἁλι-αίετος, Meeradler
См. также в других словарях:
αλιάετος — ο και αλιαίετος (Α ἁλιάετος και ἁλιαίετος) πουλί τών ακτών και τών ποταμών, θαλασσαετός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι * (< ἅλς) + ἀετός, αἰετός η λ. πέρασε και στην ξεν. επιστημον. ορολογία, πρβλ. νεολατιν. haliaetus] … Dictionary of Greek