Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

ἁλιήρης

См. также в других словарях:

  • ἁλιήρης — sweeping the sea masc/fem acc pl (attic epic doric) ἁλιήρης sweeping the sea masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) ἁλιήρης sweeping the sea masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλιήρης — ἁλιήρης, ες (Α) ο χρήσιμος ή κατάλληλος για κωπηλασία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλί * (< ἅλς) + ήρης (το τέρμα συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα που απαντά και στο ουσ. ἐρέτης*)] …   Dictionary of Greek

  • ἁλιήρει — ἁλιήρης sweeping the sea masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) ἁλιήρης sweeping the sea masc/fem/neut dat sg ἁλιήρεϊ , ἁλιήρης sweeping the sea dat sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ηρης — (I) < ΙE *ar «ταιριάζω, συνδέω», (απ όπου το αραρίσκω* «συνδέω, ταιριάζω εφοδιάζω»), με έκταση (λόγω τής συνθέσεως). Την ίδια σημασία («εφοδιασμένος με, έχων...») έχει και το ήρης (πρβλ. ξιφ ήρης, χαλκ ήρης, κ.ά.), ενώ λειτουργεί ως απλό… …   Dictionary of Greek

  • αλι- — Γλωσσ. α συνθετικό λέξεων τής αρχαίας Ελληνικής με μεγάλη παραγωγικότητα, που προέρχεται ετυμολογικά από το ουσ. ἅλς* (I), (II) «θάλασσα, αλάτι». Το ἁλι ως α συνθετικό σημαίνει συνήθως «θάλασσα» και σπανιότερα «αλάτι». Στα νέα Ελληνικά απαντά… …   Dictionary of Greek

  • δεκήρης — Μεγάλο πολεμικό πλοίο της αρχαιότητας, με δέκα σειρές κουπιά. Ο Πολύβιος, στην περιγραφή της ναυμαχίας της Χίου ανάμεσα στους στόλους του Αττάλου και των συμμάχων του από τη μία πλευρά και του Φιλίππου Ε’ από την άλλη, αναφέρει πως στον στόλο του …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»