-
1 αλιτυπος
См. также в других словарях:
αλίτυπος — ἁλίτυπος, ον (Α) 1. θαλασσοχτυπημένος, θαλασσοδαρμένος 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ ἁλίτυπος θαλασσινός, ψαράς 3. φρ. «ἁλίτυπα βάρη», θλίψη για τα πτώματα που θαλασσοδέρνονται, που τά πάει εδώ κι εκείτο κύμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι * (< ἅλς) + τυπος <… … Dictionary of Greek
ἁλιτύπων — ἁλίτυπος sea beaten masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁλίτυπα — ἁλίτυπος sea beaten neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλι- — Γλωσσ. α συνθετικό λέξεων τής αρχαίας Ελληνικής με μεγάλη παραγωγικότητα, που προέρχεται ετυμολογικά από το ουσ. ἅλς* (I), (II) «θάλασσα, αλάτι». Το ἁλι ως α συνθετικό σημαίνει συνήθως «θάλασσα» και σπανιότερα «αλάτι». Στα νέα Ελληνικά απαντά… … Dictionary of Greek
αρτίτυπος — ἀρτίτυπος, ον (Μ) αυτός που σχηματίστηκε πριν λίγο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρτι * + τυπος < τύπτω (πρβλ. αλίτυπος)] … Dictionary of Greek