-
1 αλιτενης
21) тянущийся вдоль моря, приморский(πέτρα Diod., Cic.)
2) неглубокий, мелкий(τὸ τῆς Μαιώτιδος στόμα Polyb.; πόρος ἁ. καὴ στενός Diod.)
3) плоскодонный(ναῦς Plut.)
См. также в других словарях:
αλιτενής — ἁλιτενής, ές (Α) 1. αυτός που εκτείνεται στη θάλασσα ή κοντά στη θάλασσα 2. (για χώρες ή εδάφη) επίπεδος, πεδινός 3. (για πλοία) αυτός που δεν έχει τρόπιδα (καρένα) 4. (για τη θάλασσα) ανάβαθος, ρηχός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι * (< ἅλς) + τενής <… … Dictionary of Greek
ἁλιτενής — projecting into the sea masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁλιτενῆ — ἁλιτενής projecting into the sea neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἁλιτενής projecting into the sea masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἁλιτενής projecting into the sea masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁλιτενεῖς — ἁλιτενής projecting into the sea masc/fem acc pl ἁλιτενής projecting into the sea masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁλιτενέα — ἁλιτενής projecting into the sea neut nom/voc/acc pl (epic ionic) ἁλιτενής projecting into the sea masc/fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁλιτενές — ἁλιτενής projecting into the sea masc/fem voc sg ἁλιτενής projecting into the sea neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁλιτενοῦς — ἁλιτενής projecting into the sea masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλι- — Γλωσσ. α συνθετικό λέξεων τής αρχαίας Ελληνικής με μεγάλη παραγωγικότητα, που προέρχεται ετυμολογικά από το ουσ. ἅλς* (I), (II) «θάλασσα, αλάτι». Το ἁλι ως α συνθετικό σημαίνει συνήθως «θάλασσα» και σπανιότερα «αλάτι». Στα νέα Ελληνικά απαντά… … Dictionary of Greek