Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἁλιστός

См. также в других словарях:

  • άλιστος — ἅλιστος, ον (Α) ο ἄλλιστος* …   Dictionary of Greek

  • αλιστός — ἁλιστός, ή, όν (AM) [ἁλίζω ΙΙ] αυτός που διατηρείται μέσα σε άλμη, αλατιστός, αλίπαστος …   Dictionary of Greek

  • ἄλιστος — masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁλιστά — ἁλιστός salted neut nom/voc/acc pl ἁλιστά̱ , ἁλιστός salted fem nom/voc/acc dual ἁλιστά̱ , ἁλιστός salted fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁλιστῶν — ἁλιστός salted fem gen pl ἁλιστός salted masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁλιστόν — ἁλιστός salted masc acc sg ἁλιστός salted neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁλιστοῦ — ἁλιστός salted masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄλιστοι — ἄλιστος masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλίζω — (I) ἁλίζω (Α) [ἁλής] Ι ενεργ. 1. συνάγω, συναθροίζω 2. περισυλλέγω τμήματα ενός συνόλου παθ. 1. συγκεντρώνομαι στο ίδιο σημείο, γίνομαι ένα σύνολο, συσσωματώνομαι 2. συμπυκνώνομαι σε μια σφαίρα 3. συσσωρεύομαι, μαζεύομαι. (II) (Α ἁλίζω) (το… …   Dictionary of Greek

  • ανάλιστος — η, ο (Α ἀνάλιστος, ον) αναλάτιστος, ανάλατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀν στερ. + ἁλιστός (< ἁλίζω) «αλατιστός»] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»