-
1 αλιρράντοιο
-
2 ἁλιρράντοιο
См. также в других словарях:
ἁλιρράντοιο — ἁλίρραντος sea surging masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 αλιρράντοιο
2 ἁλιρράντοιο
ἁλιρράντοιο — ἁλίρραντος sea surging masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)