-
1 αλιεία
ἁλιείᾱ, ἁλίειοςfisher's: fem nom /voc /acc dualἁλιείᾱ, ἁλίειοςfisher's: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)ἁλιείᾱ, ἁλιείαfishing: fem nom /voc /acc dualἁλιείᾱ, ἁλιείαfishing: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————ἁλιείᾱͅ, ἁλίειοςfisher's: fem dat sg (attic doric aeolic)ἁλιείᾱͅ, ἁλιείαfishing: fem dat sg (attic doric aeolic) -
2 Αλιεία
-
3 Ἁλιεῖα
-
4 Αλίεια
-
5 Ἁλίεια
-
6 ἁλιεία
ἁλιεία, ἡ, Fischfang, Arist. Pol. 1, 8; Plut. Timol. 20.
-
7 αλιεια
ἡ рыбная ловля, рыболовство Arst., Plut. -
8 αλίεια
-
9 ἁλίεια
-
10 ἁλιεία
-
11 Ἁλιεῖα
-
12 ἁλιεία
-
13 αλιεία
η1) ловля рыбы; рыболовство; 2) ловля (жемчуга, кораллов);§ αλιεία ψηφοφόρων — погоня за избирательными голосами
-
14 ἁλιεία
Βλ. λ. αλιεία -
15 ἁλιείᾳ
Βλ. λ. αλιεία -
16 αλιεία
I.ηFischerei fII.η εσωτερικών υδάτωνBinnenfischerei f -
17 промысел
1. (ремесло или другое занятие как источник средств к существованию) η τέχνη, η βιοτεχνία 2 (добывание рыбы, птицы, зверя и т.п. ловлей, охотой) το κυνήγι και η αλιείαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > промысел
-
18 αλιείας
ἁλιείᾱς, ἁλίειοςfisher's: fem acc plἁλιείᾱς, ἁλίειοςfisher's: fem gen sg (attic doric aeolic)ἁλιείᾱς, ἁλιείαfishing: fem acc plἁλιείᾱς, ἁλιείαfishing: fem gen sg (attic doric aeolic) -
19 ἁλιείας
ἁλιείᾱς, ἁλίειοςfisher's: fem acc plἁλιείᾱς, ἁλίειοςfisher's: fem gen sg (attic doric aeolic)ἁλιείᾱς, ἁλιείαfishing: fem acc plἁλιείᾱς, ἁλιείαfishing: fem gen sg (attic doric aeolic) -
20 αλιείαν
ἁλιείᾱν, ἁλίειοςfisher's: fem acc sg (attic doric aeolic)ἁλιείᾱν, ἁλιείαfishing: fem acc sg (attic doric aeolic)
См. также в других словарях:
ἁλιεία — ἁλιείᾱ , ἁλίειος fisher s fem nom/voc/acc dual ἁλιείᾱ , ἁλίειος fisher s fem nom/voc sg (attic doric aeolic) ἁλιείᾱ , ἁλιεία fishing fem nom/voc/acc dual ἁλιείᾱ , ἁλιεία fishing fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁλιείᾳ — ἁλιείᾱͅ , ἁλίειος fisher s fem dat sg (attic doric aeolic) ἁλιείᾱͅ , ἁλιεία fishing fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἁλιεῖα — festival of the Sun neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἁλίεια — festival of the Sun neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλιεία — Πλουτοπαραγωγικός πόρος μιας χώρας που προέρχεται από τη συλλογή και την εμπορία ψαριών. Δραστηριότητα του ανθρώπου που αποβλέπει στη θήρα ψαριών και άλλων ειδών που ζουν μέσα στα νερά. Η δραστηριότητα αυτή είναι πανάρχαια –μόνη προγενέστερή της… … Dictionary of Greek
αλιεία — η 1. το ψάρεμα ψαριών ή άλλων θαλασσινών (σφουγγαριών, κοραλλιών κτλ.): Η αλιεία γίνεται κυρίως με αγκίστρια και με δίχτυα. 2. μτφ., προσπάθεια προσέλκυσης: Γυρίζει στα χωριά για αλιεία ψήφων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἁλίεια — ἁλίειος fisher s neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁλιείας — ἁλιείᾱς , ἁλίειος fisher s fem acc pl ἁλιείᾱς , ἁλίειος fisher s fem gen sg (attic doric aeolic) ἁλιείᾱς , ἁλιεία fishing fem acc pl ἁλιείᾱς , ἁλιεία fishing fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁλιείαν — ἁλιείᾱν , ἁλίειος fisher s fem acc sg (attic doric aeolic) ἁλιείᾱν , ἁλιεία fishing fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Νορβηγία — Κράτος της βόρειας Ευρώπης, στη Σκανδιναβία. Συνορεύει Α με τη Σουηδία, ΒΑ με τη Φινλανδία και τη Ρωσία, Β βρέχεται από τη θάλασσα Μπάρεντς και Δ από τον Ατλαντικό ωκεανό.H Ν. (της οποίας η ονομασία, Nόργκε ή Nοργκ σημαίνει δρόμος του βορρά),… … Dictionary of Greek