Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

ἁλιγενής

См. также в других словарях:

  • αλιγενής — ἁλιγενής, ὲς (Α) (κυρίως για την Αφροδίτη) αυτός που γεννήθηκε στη θάλασσα ή αναδύθηκε από τη θάλασσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι * (ἅλς) + γενὴς (< γένος < γίγνομαι)] …   Dictionary of Greek

  • ἁλιγενής — sea born masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁλιγενῆ — ἁλιγενής sea born neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἁλιγενής sea born masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἁλιγενής sea born masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλι- — Γλωσσ. α συνθετικό λέξεων τής αρχαίας Ελληνικής με μεγάλη παραγωγικότητα, που προέρχεται ετυμολογικά από το ουσ. ἅλς* (I), (II) «θάλασσα, αλάτι». Το ἁλι ως α συνθετικό σημαίνει συνήθως «θάλασσα» και σπανιότερα «αλάτι». Στα νέα Ελληνικά απαντά… …   Dictionary of Greek

  • γένος — Όρος που χρησιμοποιείται στη ζωολογία και στη βοτανική για να προσδιορίσει τη συστηματική ταξινόμηση, ενώ στη γλωσσολογία αναφέρεται στη μορφολογική κατηγοριοποίηση των ονομάτων (ουσιαστικών, επιθέτων, αντωνυμιών, άρθρων, μετοχών) σε αρσενικά,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»