Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἁλιέας

См. также в других словарях:

  • Ἁλιέας — Ἁλιέᾱς , Ἁλιέαι fem acc pl (epic ionic) Ἁλιέᾱς , Ἁλιέης masc acc pl Ἁλιέᾱς , Ἁλιέης masc nom sg (attic epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁλιέας — ἁλιέᾱς , ἁλιεύς one who has to do with the sea masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αλιεύς ή Αλιέας — Μυθικός ήρωας των Φοινίκων, ο οποίος κατά την παράδοση επινόησε την αλιευτική τέχνη …   Dictionary of Greek

  • σπογγαλιέας — και σπογγαλιεύς, ο, Ν αλιέας σπόγγων, σφουγγαράς. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπόγγος + ἀλιεύς / αλιέας. Η λ., στον λόγο τύπο σπογγαλιεύς, μαρτυρείται από το 1873 στον Αιμ. Νοννότη] …   Dictionary of Greek

  • αλίτης — Ορυκτό αλάτι (χλωριούχο νάτριο) που συναντάται σε ηφαιστειακά πετρώματα και στην Ελλάδα. * * * (I) ἀλίτης, ο (Α) παράλληλος τύπος τής λέξης ἀλείτης*, ο αμαρτωλός. (II) ο (Α ἁλίτης) [ἅλς] νεοελλ. το ορυκτό αλάτι αρχ. ως επίθ. 1. αλατισμένος,… …   Dictionary of Greek

  • αλιεύω — (Α ἁλιεύω) 1. είμαι αλιέας, ψαρεύω 2. πιάνω ο, τιδήποτε βρίσκεται μέσα στα νερά, στη θάλασσα νεοελλ. 1. αναζητώ πυρετωδώς, επιδιώκω, περισυλλέγω 2. φρ. «αλιεύει οπαδούς», «αλίευσε μαργαρίτες», δηλαδή χτυπητά ορθογραφικά λάθη, παρερμηνείες αρχ. 1 …   Dictionary of Greek

  • επακτήρ — ἐπακτήρ, ο (Α) 1. ο επάγων κύνας, κυνηγός («οἱ δ ἐς βῆσσαν ἵκανον ἐπακτήρες», Ομ. Οδ.) 2. αλιέας, ψαράς. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ακ (< αγ θ. τού άγω) + τηρ] …   Dictionary of Greek

  • ιχθυβόλος — ἰχθυβόλος και ἰχθυοβόλος, ον (Α) 1. αυτός που πιάνει ψάρια, αυτός που ψαρεύει 2. αλιευτικός («ἰχθυβόλος μηχανή» αλιευτική τρίαινα, καμάκι 3. το αρσ. ως ουσ. ὁ ἰχθυβόλος αλιέας, ψαράς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰχθυ(ο) * + βόλος (< βόλος < βάλλω), πρβλ …   Dictionary of Greek

  • ιχθυοθήρας — ἰχθυοθήρας, ὁ (Α) αυτός που κυνηγά ψάρια, αλιέας, ψαράς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰχθυ(ο) * + θήρας (< θήρα «κυνήγι»), πρβλ. λαγο θήρας, ορνιθο θήρας] …   Dictionary of Greek

  • κοραλλιοθήρας — ο αλιέας κοραλλιών …   Dictionary of Greek

  • κωραλλεύς — κωραλλεύς, έως, ὁ (Α) [κωράλλιον] (κατά τον Ησύχ.) αλιέας κοραλλιών …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»