1 ἁλεότης
ἁλεότης, ητος, ἡ (ἁλής), = ἄϑροισις, Gal. lex. Hipp.
Griechisch-deutsches Handwörterbuch > ἁλεότης
αλεότης — ἁλεότης ητος, η (Α) [ἁλής] άθροιση, συσσώρευση … Dictionary of Greek