-
1 ἁλί-χλαινος
ἁλί-χλαινος, mit Meerpurpur bekleidet, ἄνακτες Nonn. D. 20, 105.
-
2 ἁλίχλαινος
ἁλί-χλαινος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἁλίχλαινος
-
3 ἁλίχλαινος
См. также в других словарях:
αλίχλαινος — ἁλίχλαινος, ον (Α) ντυμένος με πορφύρα, με πορφυρή χλαίνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι * (< ἅλς) + χλαινος < χλαῖνα] … Dictionary of Greek