-
1 ἁλί-δουπος
ἁλί-δουπος, meertosend, Poseidon, Orph. H. 17, 4; πόντος 58, 7.
-
2 ἁλίδουπος
ἁλί-δουπος, meertosend, Poseidon
См. также в других словарях:
αλίδουπος — ἁλίδουπος, ον και ἁλίγδουπος (Α) 1. (για τον Ποσειδώνα) αυτός που ηχεί στη θάλασσα 2. (για τη θάλασσα) πολυθόρυβος, βροντερός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι * (< ἅλς) + δοῦπος «βαρύς, υπόκωφος ήχος» ο τ. ἁλίγδουπος εκφραστικός σχηματισμός] … Dictionary of Greek