Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

ἁλίξαντος)

См. также в других словарях:

  • αλίξαντος — ἁλίξαντος, ον (Α) 1. αυτός που τρίβεται, φθείρεται από τη θάλασσα 2. «ἁλίξαντος μόρος» θάνατος από πρόσκρουση σε βραχώδη ακτή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι * (< ἃλς) + ξαίνω] …   Dictionary of Greek

  • ἁλίξαντον — ἁλίξαντος groats of rice wheat masc/fem acc sg ἁλίξαντος groats of rice wheat neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁλιξάντοις — ἁλίξαντος groats of rice wheat masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁλιξάντοισι — ἁλίξαντος groats of rice wheat masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλι- — Γλωσσ. α συνθετικό λέξεων τής αρχαίας Ελληνικής με μεγάλη παραγωγικότητα, που προέρχεται ετυμολογικά από το ουσ. ἅλς* (I), (II) «θάλασσα, αλάτι». Το ἁλι ως α συνθετικό σημαίνει συνήθως «θάλασσα» και σπανιότερα «αλάτι». Στα νέα Ελληνικά απαντά… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»