Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἁδρῶν

См. также в других словарях:

  • ἁδρῶν — ἁδρέω to be full grown pres part act masc nom sg (attic epic doric) ἁδρός thick fem gen pl ἁδρός thick masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αδρόβωλο — το συνήθως στον πληθ. τα αδρόβωλα τα υπολείμματα αδρών βώλων μετά το κοσκίνισμα οσπρίων ή σιτηρών. [ΕΤΥΜΟΛ. < μτγν. επίθ. ἁδρόβωλος < ἁδρός + βῶλος. ΠΑΡ. αδροβολίζω] …   Dictionary of Greek

  • αμμοχάλικο — το (Γεωλ.) υλικό που αποτελείται από μίγμα αδρών κλαστικών τεμαχιδίων, διαμέτρου 2,0 χιλιοστομέτρων (χαλίκι) ώς και 0,6 χιλιοστομέτρων (λεπτή άμμος). [ΕΤΥΜΟΛ. < άμμος + χαλίκι] …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Τέχνη (Βυζάντιο) — Η ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΤΕΧΝΗ Για τους περισσότερους ανθρώπους το Βυζάντιο αντιπροσωπεύει ένα κράτος που επέζησε για σχεδόν 1.200 χρόνια και συνέβαλε σημαντικά στη διάδοση του χριστιανισμού και στη διαφύλαξη του αρχαίου ελληνικού και ρωμαϊκού πνεύματος. Για… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»