-
1 αδρών
ἁδρέωto be full-grown: pres part act masc nom sg (attic epic doric)ἁδρόςthick: fem gen plἁδρόςthick: masc /neut gen pl -
2 ἁδρῶν
ἁδρέωto be full-grown: pres part act masc nom sg (attic epic doric)ἁδρόςthick: fem gen plἁδρόςthick: masc /neut gen pl -
3 ἐπικαρπία
ἐπικαρπ-ία, ἡ,2. harvest-rights, Tab.Heracl.1.108, BGU101.19 (ii A.D.); usufruct, αἱ ἐκ τῆς γῆς ἐ. D.H.3.58.3. revenue from property, Leg.Gort.7.33; τὰς ἐκ ταύτης (sc. τῆς ὠνῆσ ἐπικαρπίας.. ἐνενήκοντα μνᾶς ἐκλέξας having collected 90 minae as the revenue from this tax, And.1.92.4 profit, Arist.Pol. 1258b24; αἱ ἐ. the profits, opp. the principal (τὰ ἀρχαῖα), D.27.50;ἐπικαρπίας λαμβάνειν Isoc.8.125
; γῆθεν ἀναμένοντι τὴν ἐ. looking to the land for his profits, Com.Adesp.133.3; ἡ ἐ. τῶν ἁδρῶν the profits on the full-grown animals, Antiph.20.6. metaph.,παρρησίας ἐπικαρπίαι D.C.39.10
;κινδύνων Onos.34.4
;τοῦ πόνου Ael. NA2.8
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπικαρπία
См. также в других словарях:
ἁδρῶν — ἁδρέω to be full grown pres part act masc nom sg (attic epic doric) ἁδρός thick fem gen pl ἁδρός thick masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αδρόβωλο — το συνήθως στον πληθ. τα αδρόβωλα τα υπολείμματα αδρών βώλων μετά το κοσκίνισμα οσπρίων ή σιτηρών. [ΕΤΥΜΟΛ. < μτγν. επίθ. ἁδρόβωλος < ἁδρός + βῶλος. ΠΑΡ. αδροβολίζω] … Dictionary of Greek
αμμοχάλικο — το (Γεωλ.) υλικό που αποτελείται από μίγμα αδρών κλαστικών τεμαχιδίων, διαμέτρου 2,0 χιλιοστομέτρων (χαλίκι) ώς και 0,6 χιλιοστομέτρων (λεπτή άμμος). [ΕΤΥΜΟΛ. < άμμος + χαλίκι] … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Τέχνη (Βυζάντιο) — Η ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΤΕΧΝΗ Για τους περισσότερους ανθρώπους το Βυζάντιο αντιπροσωπεύει ένα κράτος που επέζησε για σχεδόν 1.200 χρόνια και συνέβαλε σημαντικά στη διάδοση του χριστιανισμού και στη διαφύλαξη του αρχαίου ελληνικού και ρωμαϊκού πνεύματος. Για… … Dictionary of Greek