-
1 ἁδρύνομαι
V 1-5-0-2-1=9 Ex 2,10; Jgs 11,2; 13,24; 2 Sm 12,3to come to maturity Ex 2,10; to be magnified (metaph.) 1 Mc 8,14Cf. LE BOULLUEC 1989, 82-83; WALTERS 1973, 86; WEVERS 1990, 16 -
2 λιποσαρκέω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λιποσαρκέω
См. также в других словарях:
υφαδρύνομαι — Μ γίνομαι ώριμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ἁδρύνομαι «ωριμάζω»] … Dictionary of Greek