Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἁγιό-γραφος

См. также в других словарях:

  • θαλασσογράφος — ο (Μ θαλασσογράφος) νεοελλ. ζωγράφος που ασχολείται με τη θαλασσογραφία μσν. αυτός που ασχολείται με την περιγραφή τής θάλασσας. [ΕΤΥΜΟΛ. < θάλασσο * + γράφος < γράφω (πρβλ. αγιο γράφος, γεω γράφος)] …   Dictionary of Greek

  • πνευματογράφος — ὁ, ΑΜ αυτός που γράφει εμπνευσμένος από το Άγιο Πνεύμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πνεῦμα, ατος + γράφος*] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»