Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

ἁγίως

См. также в других словарях:

  • Ἁγίως — Ἅγιος masc acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁγίως — ἅγιος devoted to the gods adverbial ἅγιος devoted to the gods masc acc pl (doric) ἁ̱γίως , ἁγής guilty adverbial (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άγιος — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 100 μ., 917 κάτ.) στην πρώην επαρχία Ιστιαίας του νομού Ευβοίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αιδηψού. * * * ια και ία, ιο (AM ἅγιος, ία, ιον) 1. (για πρόσωπα) ενάρετος, ευσεβής 2. ονομασία τού Θεού, τού Πνεύματος, τών… …   Dictionary of Greek

  • ՍՐԲԱՊԷՍ — ( ) NBH 2 0760 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 7c, 8c, 11c, 12c, 13c մ. ἀγίως, καθαρῶς, ὀσίως, εὑαγῶς sancte. Սրբութեամբ. մաքրապէս. անարատաբար. *Մաքուր եւ սրբապէս: Սրբապէս եւ առանց նենգութեան: Սրբապէս եւ համակրօնաբար… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»