-
1 αγέτιν
-
2 ἁγέτιν
-
3 κυνηγέτης
A huntsman, Od.9.120, E.HF 860 (troch.), Hec. 1174, Pl.R. 432b, X.Cyn.6.11, al., OGI20 (iii B.C.); in pl. of certain δαίμονες, Pl.Com.174.16, SIG1040.9 (Piraeus, iv B.C.): metaph., of one who seeks fame, Pi.l.c.:—fem. [suff] κῠνηγ-έτις, [dialect] Dor. [suff] κῠνηγ-ᾱγέτις, ιδος, huntress, Ach.Tat.8.12; epith. of Artemis, Corn.ND34: as Adj.,κ. αἰγανέα AP6.115
(Antip.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κυνηγέτης
-
4 προκαθηγέτης
A leader, epith. of gods, as Pan, IG5(2).93 ([place name] Tegea); Hermes, BSA 16.107 ([place name] Pisidia); Apollo, Epigr.Gr.1023.5 ([place name] Talmis): fem. [suff] προκαθηγ-έτις, ιδος, epith. of Athena, CIG 4332 ([place name] Phaselis); ἀθανάτων π. prob. in Epic. Alex. Adesp.9 ii 17; [dialect] Dor. [suff] προκαθηγ-ᾱγέτις Mesom.Mus.6.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προκαθηγέτης
-
5 σκυλακαγέτις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σκυλακαγέτις
-
6 ἁγέτης
-
7 ἡγέτης
A leader, voc.ἡγέτα ὁδοῖο Epigr.Gr.1035.13
(Pergam.);ἀγέτα κώμων Orph.H.52.7
codd.;ἀ. θηροσύνας AP6.167
(Agath.):—fem. [full] ἁγέτις, ιδος, ib.7.425 (Antip.Sid.).
См. также в других словарях:
ἁγέτιν — ἁγέτις fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ηγέτης — ο, θηλ. ηγέτις και ηγέτιδα (AM ἡγέτης, δωρ. τ. ἁγέτης και ἀγέτης, θηλ. ἡγέτις, δωρ. τ. ἁγέτις) οδηγός, αρχηγός, καθοδηγητής («πολιτικοί ηγέτες»). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ηγε (τού ηγέ ομαι, ούμαι) + κατάλ. της (πρβλ. ευεργέ της, καταθέ της)] … Dictionary of Greek
σκυλακαγέτις — ιδος, ἡ, Α (ως προσωνυμία τής Εκάτης) αυτή που οδηγούσε τα σκυλιά στο κυνήγι. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκύλαξ, ακος «μικρός σκύλος» + αγέτις (< ἄγω «οδηγώ»), πρβλ. κυν ηγέτις] … Dictionary of Greek