1 αβρογοος
(Περσίδες Aesch.)
Древнегреческо-русский словарь > αβρογοος
αβρόγοος — ἁβρόγοος, ον (Α) αυτός που θρηνεί, που μοιρολογά σαν γυναίκα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁβρὸς + γόος] … Dictionary of Greek
ἁβρόγοοι — ἁβρόγοος wailing womanishly masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)