-
1 αβροπεδιλος
См. также в других словарях:
καλλιπέδιλος — καλλιπέδιλος, ον (Α) αυτός που φορά ωραία πέδιλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + πέδιλος (< πέδιλον), πρβλ. αβρο πέδιλος, χρυσο πέδιλος] … Dictionary of Greek
1 αβροπεδιλος
καλλιπέδιλος — καλλιπέδιλος, ον (Α) αυτός που φορά ωραία πέδιλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + πέδιλος (< πέδιλον), πρβλ. αβρο πέδιλος, χρυσο πέδιλος] … Dictionary of Greek