-
1 ἁβρο-πέδῑλος
ἁβρο-πέδῑλος Ἔρως, mit zarten Sohlen, Mel. 21 (XII, 158).
-
2 ἁβροπέδιλος
ἁβρο-πέδῑλος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἁβροπέδιλος
-
3 ἁβροπέδῑλος
-
4 αβροπεδιλος
См. также в других словарях:
καλλιπέδιλος — καλλιπέδιλος, ον (Α) αυτός που φορά ωραία πέδιλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + πέδιλος (< πέδιλον), πρβλ. αβρο πέδιλος, χρυσο πέδιλος] … Dictionary of Greek