-
1 αβροκομης
1) покрытый красивыми кудрями, прекраснокудрый(Βάκχος, Ἔρως Anth.)
2) с роскошной листвой(φοῖνιξ Eur.)
См. также в других словарях:
μελαγκόμης — και μελανοκόμης, δωρ. τ. μελαγκόμας, ὁ (Α) αυτός που έχει μαύρα μαλλιά, μαυρομάλλης. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, ανος + κόμης (< κόμη), πρβλ. αβρο κόμης, δαφνο κόμης] … Dictionary of Greek