-
1 ἁβροκόμης
II with delicate hair. Orph.H.56.2, Nonn.D.13.91, al.; (with play on both meanings) AP12.256 (Mel.):—also [suff] ἁβρό-κομος, ον, Nonn.D.13.456, Man.2.446.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἁβροκόμης
См. также в других словарях:
μελαγκόμης — και μελανοκόμης, δωρ. τ. μελαγκόμας, ὁ (Α) αυτός που έχει μαύρα μαλλιά, μαυρομάλλης. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, ανος + κόμης (< κόμη), πρβλ. αβρο κόμης, δαφνο κόμης] … Dictionary of Greek