Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

ἁβρο-δίαιτος

См. также в других словарях:

  • ισοδίαιτος — ἰσοδίαιτος, ον (Α) αυτός που έχει την ίδια δίαιτα, την ίδια τροφή με τους άλλους, αυτός που ζει όπως και οι άλλοι («καὶ ἐς τὰ ἄλλα πρὸς τοὺς πολλοὺς οἰ τὰ μείζω κεκτημένοι ἰσοδίαιτοι μάλιστα κατέστησαν», Θουκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + δίαιτος… …   Dictionary of Greek

  • ομοδίαιτος — η, ο (ΑΜ ὁμοδίαιτος, ον) αυτός που ζει ή τρώει μαζί με άλλους νεοελλ. αυτός που έχει την ίδια διατροφή με άλλους μσν. αρχ. (ως επίθ. και ως ουσ.) αυτός που συμπεριφέρεται φιλικά αρχ. φρ. «ὁμοδίαιτος τοῑς πολλοῑς» κοινός σε πολλούς (Λουκιαν.).… …   Dictionary of Greek

  • υγροδίαιτος — ον, Μ αυτός που ζει μέσα στο νερό, υδρόβιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑγρός + δίαιτος (<δίαιτα), πρβλ. αβρο δίαιτος] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»