Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἁβροσύνη

См. также в других словарях:

  • αβροσύνη — ἁβροσύνη, η (Α) [ἁβρὸς] η αβρότητα* …   Dictionary of Greek

  • ἁβροσύνη — ἁβρότης splendour fem nom/voc sg (attic epic ionic) ἁβροσύνη fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁβροσύνῃ — ἁβρότης splendour fem dat sg (attic epic ionic) ἁβροσύνη fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁβροσύνηι — ἁβροσύνῃ , ἁβρότης splendour fem dat sg (attic epic ionic) ἁβροσύνῃ , ἁβροσύνη fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁβροσύνας — ἁβροσύνᾱς , ἁβρότης splendour fem acc pl ἁβροσύνᾱς , ἁβρότης splendour fem gen sg (doric aeolic) ἁβροσύνᾱς , ἁβροσύνη fem acc pl ἁβροσύνᾱς , ἁβροσύνη fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αβροσία — ἁβροσία, η (Μ) η αβροσύνη* …   Dictionary of Greek

  • αβρός — (abrus). Γένος φυτών της οικογένειας των ψυχανθών. Περιλαμβάνει θάμνους διακοσμητικούς, ιθαγενείς των θερμών χωρών. Τα φύλλα τους είναι πτεροειδή και τα σπέρματά τους ωοειδή. Πολλαπλασιάζονται εύκολα με σπέρματα και μπορούν να ευδοκιμήσουν στα… …   Dictionary of Greek

  • ἁβροσύναν — ἁβροσύνᾱν , ἁβρότης splendour fem acc sg (doric aeolic) ἁβροσύνᾱν , ἁβροσύνη fem acc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»