Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἁβροδίαιτος

См. также в других словарях:

  • ἁβροδίαιτος — living delicately masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αβροδίαιτος — η, ο (Α ἁβροδίαιτος, ον) 1. μαλθακός, τρυφηλός 2. ασκληραγώγητος, αγύμναστος, λεπτεπίλεπτος 3. το ουδ. ως ουσ. το ἁβροδίαιτον η εκθήλυνση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁβρὸς + δίαιτα] …   Dictionary of Greek

  • αβροδίαιτος — η, ο αυτός που ζει αβρά, μ όλες τις ανέσεις, ο καλομαθημένος: Ο Αλκιβιάδης ήταν αβροδίαιτος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἁβροδιαίτως — ἁβροδίαιτος living delicately adverbial ἁβροδίαιτος living delicately masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁβροδίαιτον — ἁβροδίαιτος living delicately masc/fem acc sg ἁβροδίαιτος living delicately neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁβροδιαίτοις — ἁβροδίαιτος living delicately masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁβροδιαίτου — ἁβροδίαιτος living delicately masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁβροδιαίτους — ἁβροδίαιτος living delicately masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁβροδιαίτων — ἁβροδίαιτος living delicately masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁβροδιαίτῳ — ἁβροδίαιτος living delicately masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁβροδίαιτοι — ἁβροδίαιτος living delicately masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»