-
1 αβροδιαιτον
См. также в других словарях:
ἁβροδίαιτον — ἁβροδίαιτος living delicately masc/fem acc sg ἁβροδίαιτος living delicately neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αβροδίαιτος — η, ο (Α ἁβροδίαιτος, ον) 1. μαλθακός, τρυφηλός 2. ασκληραγώγητος, αγύμναστος, λεπτεπίλεπτος 3. το ουδ. ως ουσ. το ἁβροδίαιτον η εκθήλυνση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁβρὸς + δίαιτα] … Dictionary of Greek