-
1 ιστωρ
ἴστωρ, ἵστωρI- ορος adj. знающий, сведущий(φώς Hes.)
ἵστορες ᾠδῆς HH. — искусные в песнопениях (Музы);κἀγὼ τοῦδ΄ ἵ. ὑπερίστωρ Soph. — да я сама это отлично знаю;ἀρετῆς ἵ. Plat. — испытанная в добродетели (= Ἄρτεμις);αἱ τῶνδε ἴστορες βουλευμάτων Eur. — участницы этого заговораIIи ἵστωρ - ορος ὅ сведущий в законах, судьяἱέσθην ἐπὴ ἴστορι πεῖραρ ἑλέσθαι Hom. — оба (тяжущихся) пришли к судье, чтобы положить конец (тяжбе);
ἴστορα Ἀγαμέμνονα θείομεν Hom. — судьей (между нами) изберем Агамемнона -
2 ιστωρ...
ἵστωρ...ἴστωρ, ἵστωρI- ορος adj. знающий, сведущий(φώς Hes.)
ἵστορες ᾠδῆς HH. — искусные в песнопениях (Музы);κἀγὼ τοῦδ΄ ἵ. ὑπερίστωρ Soph. — да я сама это отлично знаю;ἀρετῆς ἵ. Plat. — испытанная в добродетели (= Ἄρτεμις);αἱ τῶνδε ἴστορες βουλευμάτων Eur. — участницы этого заговораIIи ἵστωρ - ορος ὅ сведущий в законах, судьяἱέσθην ἐπὴ ἴστορι πεῖραρ ἑλέσθαι Hom. — оба (тяжущихся) пришли к судье, чтобы положить конец (тяжбе);
ἴστορα Ἀγαμέμνονα θείομεν Hom. — судьей (между нами) изберем Агамемнона -
3 υπεριστωρ
- ορος adj. отлично знающийκἀγὼ τοῦδ΄ ἴστωρ, ὑ. Soph. — я сама это знаю и знаю слишком хорошо
-
4 αιστωρ
-
5 επιιστωρ
-
6 ξυνιστωρ
-
7 πολυιστωρ
-
8 συνιστωρ
См. также в других словарях:
ίστωρ — ἴστωρ και ἵστωρ ό, ἡ (Α) 1. αυτός που γνωρίζει τους νόμους και το δίκαιο, κριτής, δικαστής 2. μάρτυρας 3. ως επίθ. έμπειρος 4. (το αρσ. στον πληθ.) οἱ ἵστορες οι διαιτητές. [ΕΤΥΜΟΛ. < *Fίδ τωρ (με τροπή τού δ σε σ προ τού οδοντικού τ) <… … Dictionary of Greek
ἴστωρ — ἵστωρ one who knows law and right masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἵστωρ — one who knows law and right masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱστόρων — ἵστωρ one who knows law and right masc/fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἴστορα — ἵστωρ one who knows law and right masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἴστορας — ἵστωρ one who knows law and right masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἴστορε — ἵστωρ one who knows law and right masc/fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἴστορες — ἵστωρ one who knows law and right masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἴστορι — ἵστωρ one who knows law and right masc/fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἴστορος — ἵστωρ one who knows law and right masc/fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἵστορ — ἵστωρ one who knows law and right masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)