-
1 ἀν-ήσσητος
ἀν-ήσσητος, unbesiegt, dor. ἀνάσσατοι, Theocr. 6, 46.
-
2 ἀ-ήσσητος
-
3 αησσητος
атт. ἀήττητος 21) непокоренный, непобежденный Thuc., Lys., Plat., Dem.2) неодолимый, непобедимый Plat., Plut. -
4 ανησσητος
-
5 ἀήσσητος
-
6 ἀνήσσητος