-
1 ώρία
ώρία, ἡ, = ὡραιότης, zw.
-
2 πολυ-ωρία
-
3 σκευ-ωρία
σκευ-ωρία, ἡ, 1) Sorgfalt, Emsigkeit; περὶ τοὺς νεοττοὺς ποιούμενοι σκευωρίαν, Arist. H. A. 9, 49; gen. anim. 1, 7; bes. übertriebene, lästige Sorgfalt, Meineke Meandr. p. 375 (eigtl. im Bewachen des Gepäcks); τεχνική, künstliche Behandlung, D. Hal. iud. Thuc. 5. – 2) schlauer Anschlag, List, Betrug, Tücke; Dem. 55, 2 von einem boshafter Weise angestellten Processe; κατά τινος, Plut. Dion. 30.
-
4 εὐ-ωρία
-
5 εὐθυ-ωρία
εὐθυ-ωρία, ἡ, die gerade Richtung, ὅταν τὴν εὐϑυωρίαν εἰς δεξιὰ ἐγκλίνῃ Plat. Rep. IV, 436 e; κατ' εὐϑυωρίαν, direkt, Tim. Locr. 94 b; Arist. rhet. 2, 2 u. öfter.
-
6 δι-ωρία
-
7 ἀ-ωρία
ἀ-ωρία, ἡ, Unzeit; νυκτός, Mitternacht, Alciphr. 3, 47; ἀωρίαν ἥκειν Ar. Ach. 23, zur unrechten Zeit, zu spät kommen, B. A. p. 4 παρὰ τὴν δέουσαν ὥραν; ib. p. 476 ist ἀωρίᾳ Erkl. von ἀωρί.
-
8 ἀν-ωρία
-
9 ἀκρ-ωρία
-
10 ὀλιγ-ωρία
ὀλιγ-ωρία, ἡ, dasselbe; καὶ ὕβρις, Her. 6, 137; εἰς ὀλιγωρίαν ἐτράποντο τῶν ἱερῶν καὶ ὁσίων, Thuc. 2, 52; Arist.; Folgde auch περί τινος, Pol. 11, 9, 2; ἐν ὀλιγωρίᾳ ποιεῖσϑαι, = ὀλιγωρεῖν, Thuc. 4, 5.
-
11 ἰθυ-ωρία
-
12 ὥριος
ὥριος, 3, bei den Att. auch 2 Endgn, – 1) zu bestimmten Zeiten, Jahreszeiten geschehend, wiederkehrend; Hes. O. 494. 545; Pind. τελεταί, P. 9, 101, ὥρια πάντα, Alles, was die verschiedenen Jahreszeiten hervorbringen, die Früchte aller Jahreszeiten, Od. 9, 131. – Dah. zeitig, reif, Hes. O. 396; ὥρια πάντα γένοιτο Theocr. 7, 62; auch ὥριος γάμῳ, reif zur Vermählung, Anton. Thall. paralip. 36. (VII, 188); u. öfter in der Anth. – Auch von Menschen = blühend, kräftig, Luc. am. 12. – 2) zur rechten, günstigen Zeit od. Tageszeit, Hes. O. 394. 424. 699; – u. übh. poet. = ὡραῖος, auch in späterer Prosa vorkommend, Lob. Phryn. 52.
-
13 ἀκρωρία
-
14 ἀνωρία
-
15 ἀωρία
ἀ-ωρία, Unzeit; νυκτός, Mitternacht; ἀωρίαν ἥκειν, zur unrechten Zeit, zu spät kommen -
16 διωρία
-
17 εὐθυωρία
εὐθυ-ωρία, ἡ, die gerade Richtung -
18 εὐωρία
εὐ-ωρία, ἡ, Sorglosigkeit, Ruhe u. Heiterkeit -
19 ἰθυωρία
ἰθυ-ωρία, ἡ, gerade Richtung -
20 ὀλιγώρησις
ὀλιγ-ώρησις, ἡ, u. ὀλιγ-ωρία, ἡ, Geringschätzung, Vernachlässigung
- 1
- 2
См. также в других словарях:
Ωριά — η 1. κύριο όνομα. 2. φρ., «της Ωριάς το Κάστρο», μυθικό φρούριο που το υπεράσπισε γενναία η Ωριά (ωραία, όμορφη) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ωρία — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 840 μ., 254 κάτ.), στην επαρχία Κυνουρίας του νομού Αρκαδίας. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (9 τ. χλμ.). * * * ἡ, Α [ὥριος] η ωραιότητα, το κάλλος … Dictionary of Greek
ωριά — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 840 μ., 254 κάτ.), στην επαρχία Κυνουρίας του νομού Αρκαδίας. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (9 τ. χλμ.). * * * η, Ν 1. ωραία γυναίκα 2. φρ. «τής Ωριάς το κάστρο» (λαογρ.) ονομασία πολλών μεσαιωνικών κάστρων τής… … Dictionary of Greek
ὠρία — ἀρίᾱ , ἄριοι fem nom/voc/acc dual ἀρίᾱ , ἄριοι fem nom/voc sg (attic doric aeolic) ἀρίᾱ , ἀρία fem nom/voc/acc dual ἀρίᾱ , ἀρία fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὤρια — ὤριος sleep neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὥρια — ὥριος produced in season neut nom/voc/acc pl ὥριος produced in season neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὥρι' — ὥρια , ὥριος produced in season neut nom/voc/acc pl ὥρια , ὥριος produced in season neut nom/voc/acc pl ὥριε , ὥριος produced in season masc voc sg ὥριε , ὥριος produced in season masc/fem voc sg ὥριαι , ὥριος produced in season fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὡρι' — ὡριά , ὡριάς fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλλιωρία — καλλιωρία, ἡ (Μ) καλός καιρός, καλοκαιρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + ωρία (< ωρος < ὥρα), πρβλ. α ωρία, ευ ωρία] … Dictionary of Greek
εργωρία — ἐργωρία, ἡ (Α) δυσκολία, ενόχληση. [ΕΤΥΜΟΛ. < έργον + * ωρία. Αναλογικός σχηματισμός κατά το πρότυπο τού ολιγ ωρία (< ολίγ ωρος, όπου το β’ συνθετικό αποτελεί τ. τού ώρα «φροντίδα» εν συνθέσει)] … Dictionary of Greek
πραματευτής — ο γυρολόγος έμπορος υφασμάτων και άλλων ειδών: Σύρε ταχιά στην Ώρια σπηλιά πραματευτή, με τα ώρια μάτια (Γρυπάρης) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)