-
1 χάνης
-
2 χάνῃς
-
3 χάνης
ο см. χάνος -
4 εὐρυ-χανής
εὐρυ-χανής, ές, dasselbe, γαστήρ Opp. H. 3, 344; mit weitgeöffnetem Munde, Nonn. 22, 243.
-
5 ἀρτι-χανής
ἀρτι-χανής, ῥοιά, sich eben öffnend, Zon. 3 (VI, 22).
-
6 ἀ-χανής
ἀ-χανής, ές (χαίνω), 1) den Mund nicht öffnend, geschlossen, Theophr.; vor Staunen nicht redend, stumm, neben ἄφωνος Hegesipp. bei Ath. VII, 290 d; Pol. 7, 17 u. öfter; Luc. Icarom. 33. – 2) mit α euphon., nach den Alten intensiv., weit gähnend, bes. Sp., πέλαγος Plut. Alex. 31 u. oft, wie χώρα, στράτευμα, πεδίον; εἰς ἀχανές, ins Weite, in die Ferne, Arist. Meteorl. 1, 3, 16. Nach B. A. p. 28 brauchte es Soph. frg. 852 = μὴ ἔχων στέγην ἢ ὄροφον.
-
7 ἀμφι-χανής
ἀμφι-χανής, ές, rings umgähnend, Sp.
-
8 ακροχανης
2зияющий сверху -
9 αρτιχανης
-
10 αχανης
21) широко раскрытый, зияющий(βάθος Plut.; χάσμα Anth.)
2) с разинутым ртом или не могущий раскрыть рта, т.е. остолбеневший(ἀχανεῖς ἕστασαν Polyb.; εἱστήκειν ἀ. Luc.)
3) безмерный, огромный, обширный(τόπος Arst., Plut.; πέλαγος, πεδίον, λισσάδες, στράτευμα Plut.)
-
11 ημιχανης
-
12 εὐρυχανής
εὐρῠ-χᾰνής, ές, = foreg.,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐρυχανής
-
13 ἀκροχανής
ἀκρο-χᾰνής, ές,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀκροχανής
-
14 ἀρτιχανής
ἀρτι-χᾰνής, ές,A just opening, AP 6.22 (Zon.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀρτιχανής
-
15 ἀμφιχανής
-
16 ἀρτιχανής
-
17 ἀχανής
-
18 εὐρυχανής
εὐρυ-χανής, ές, mit weitgeöffnetem Munde
См. также в других словарях:
χάνης — ο, Ν βλ. χαν … Dictionary of Greek
χάνῃς — χάσκω yawn aor subj act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευρυχανής — εὐρυχανής, ές (ΑΜ) ο πολύ ανοιχτός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ * + χανής (< χάνος «στόμα, φάρυγγας»), πρβλ. α χανής, ημι χανής] … Dictionary of Greek
ημιχανής — ἡμιχανής, ές (Α) ανοιχτός κατά το ήμισυ, μισάνοιχτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + χανης (< χάνος, το, «στόμα»), πρβλ. α χανής, ευρυ χανής] … Dictionary of Greek
Α α — (άλφα) το πρώτο γράμμα τού ελληνικού αλφαβήτου. Το α ως πρόθεμα 1. στερητικό δηλώνει έλλειψη, στέρηση και γενικά το αντίθετο από ό,τι δηλώνει το β συνθετικό. Εμφανίζεται με τις εξής μορφές: α / ἀ αρχ. νεοελλ. προ συμφώνου, π.χ. ά γνωστος, ά κακος … Dictionary of Greek
αειχανής — ἀειχανής, ές (Μ) αυτός που πάντοτε χάσκει, που παραμένει πάντα ανοιχτός (για τους βυθούς τής αβύσσου). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀεὶ + χανὴς < χάνος, το (= ανοικτό στόμα, άνοιγμα) ή από το ἔχανον, αόρ. β τού χάσκω] … Dictionary of Greek
ακροχανής — ἀκροχανής ( οῡς), ὲς (Α) αυτός που χάσκει, που έχει ορθάνοιχτο το άκρο, το κεφάλι «ἀκροχανές... δέρμα λέοντος» (Ανθ. Παλ. 6, 57). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο (Ι) + χανὴς < ἔχανον, < χαίνω] … Dictionary of Greek
αμφιχανής — ἀμφιχανής, ές (Α) αυτός που χαίνει ολόγυρα που ανοίγεται πλατύς (λέγεται συνήθως για το πέλαγος). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + χανὴς < χαίνω] … Dictionary of Greek
αρτιχανής — ἀρτιχανής, ές (Α) αυτός που άνοιξε τώρα μόλις. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρτι * + χανής < χαν , έχανον (αόρ. β του χαίνω)] … Dictionary of Greek
χάσκω — ΝΜΑ 1. ανοίγω πολύ το στόμα μου, μένω ή κοιτάζω με το στόμα ανοιχτό 2. σχηματίζω άνοιγμα, χαίνω 3. ανοίγω το στόμα λόγω κόπωσης, ανίας ή έλλειψης προσοχής, χαζεύω 4. (η μτχ. παρακμ. ως επίθ.) κεχηνώς, υία, ός βλ. χαίνω μσν. (για καρπούς) σχάζομαι … Dictionary of Greek
χαν — Κινεζική δυναστεία (206 π.Χ. – 220 μ.Χ.), που ιδρύθηκε από τον χωρικό Λιέου Πανγκ, υποκινητή μιας από τις μεγαλύτερες εξεγέρσεις με την οποία ανέτρεψε τον προηγούμενο βασιλεύοντα οίκο. Κατά τους 4 αιώνες της βασιλείας των Χαν, η Κίνα επεκτάθηκε… … Dictionary of Greek