-
1 αχαριστος
21) непривлекательный, неприятный, отвратительный(οὐκ ἀχάριστα ἀγορεύειν Hom. или λέγειν Xen.)
2) гнусный, жестокий(ἔργον ἀχαριστότατον Plut.)
3) неблагодарный(τινι Eur. и πρός τινα Xen.)
4) не получивший благодарности, невознагражденный(προθυμία Xen.; τὰ εἴς τινα ἀνηλωμένα Lys.)
-
2 δυσχαριστος
-
3 ευχαριστος
21) приятный, милый(τέχνη γεωρτίας, λόγοι Xen.)
2) благодарный, признательный(ἄνθρωπος Xen.)
3) благодетельный, благожелательный, благосклонный NT. -
4 ευχαριστία
ευχαριστία ηблагодарность, признательность, благодарение;ΦΡ.Θεία Ευχαριστία η — Божественная Евхаристия – таинство пресуществления хлеба и вина в Тело и Кровь Христову, совершающееся на Божественной Литургии; Святое ПричастиеЭтим.< дргр. ευχάριστος < ευ- + -χάριστος < χαρίζω < χάρις «благая радость»Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко) > ευχαριστία
См. также в других словарях:
ευχάριστος — η, ο (ΑΜ εὐχάριστος, ον) (για πρόσ., πράξεις, καταστάσεις, πράγματα) 1. αυτός που είναι γεμάτος χάρη, ο θελκτικός 2. αυτός που παρέχει ευχαρίστηση, ευφροσύνη, τέρψη («οὐχ ὅμοια προαιρεῑται ὁ εὐχάριστος καὶ ὁ γελωτοποιῶν, ἀλλ ὁ μὲν εὐφραίνειν, ὁ… … Dictionary of Greek
περιχάριστος — ον, Μ εύθυμος, χαρούμενος. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + χαριστος (< χαρίζω), πρβλ. ευ χάριστος] … Dictionary of Greek
χαρίστιος — ον, Α 1. χαριστήριος* 2. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τὰ χαρίστια οικογενειακή γιορτή στους Ρωμαίους, τελούμενη στις 20 Φεβρουαρίου, κατά την οποία εξομαλύνονταν οι οικογενειακές έριδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαρίζω, ομαι, μέσω ενός αμάρτυρου τ.… … Dictionary of Greek
χαριστώ — έω, Α κάνω χάρη, ευνοώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαρίζω, ομαι, μέσω ενός αμάρτυρου *χαριστός (πρβλ. εὐχάριστος: εὐχαριστῶ)] … Dictionary of Greek
χείρων — Ένας από τους Κενταύρους της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας: ξεχώριζε από τους συντρόφους του, που παρουσιάζονταν άγριοι και σκληροί, με την εξαιρετική σοφία του. Κατά την αρχαία παράδοση, πολλοί ήρωες της αρχαιότητας, μεταξύ των οποίων και ο… … Dictionary of Greek