-
1 πολυ-χρηματία
πολυ-χρηματία, Besitz vieles Vermögens; Poll. 3, 110; bei Xen. Conv. 4, 42 Ggstz von εὐτέλεια.
-
2 φιλο-χρηματία
φιλο-χρηματία, ἡ, Geldgier, Habsucht, Streben nach Reichthum; Eur. Ep. 5; Plat. Rep. III, 391 c Legg. V, 747 b; Folgde, wie Plut. Sol. 14.
-
3 εὐ-χρηματἰα
εὐ-χρηματἰα, ἡ, der Wohlstand, Poll. 3, 110.
-
4 ἀ-φιλο-χρηματία
ἀ-φιλο-χρηματία, ἡ, Verachtung des Reichthums, Plut. Comp. Ag. et Graech. 1.
-
5 ἀ-χρηματία
ἀ-χρηματία, ἡ, Geldmangel, Armuth, Thuc. 1. 4 u. oft bei Sp.; auch ἀχρημασία (?), s. Lob. Phryn. 507.
-
6 ὀλιγο-χρηματία
ὀλιγο-χρηματία, ἡ, wenig Vermögen, Clem. Al.
-
7 ἐρασι-χρηματία
ἐρασι-χρηματία, ἡ, Geldgier, K. S.
-
8 αχρηματια
-
9 πολυχρηματια
-
10 φιλοχρηματια
-
11 ἀφιλοχρηματία
ἀφῐλο-χρημᾰτία, ἡ,A contempt for riches, Plu.Comp.Ag.Gracch.1, Socr.Ep.5.2:— hence Adj. [suff] ἀφῐλό-ᾰτος, ον, Ph.2.458, Eun.Hist.p.243 D.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀφιλοχρηματία
-
12 ἀφιλοχρηματία
-
13 ἀχρηματία
ἀ-χρηματία, Geldmangel, Armut -
14 ἐρασιχρηματία
ἐρασι-χρηματία, ἡ, Geldgier -
15 εὐχρηματἰα
εὐ-χρηματἰα, ἡ, der Wohlstand -
16 ὀλιγοχρηματία
ὀλιγο-χρηματία, ἡ, wenig Vermögen -
17 πολυχρηματία
-
18 φιλοχρηματία
φιλο-χρηματία, ἡ, Geldgier, Habsucht, Streben nach Reichtum
Перевод: с греческого на все языки
со всех языков на греческий- Со всех языков на:
- Греческий
- С греческого на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий
- Русский