-
1 εὐ-χάριστος
εὐ-χάριστος, 1) anmuthig, angenehm; λόγοι εὐχαριστότατοι Xen. Cyr. 2, 2, 1; Folgde; ὅπως ὡς εὐχαριστότατον ᾖ τὸ συμπόσιον τοῖς συνοῦσιν Plut. Aem. Paul. 28; – τελευτᾶν τὸν βίον εὐχαρίστως, das Leben auf erwünschte, glückliche Weise enden, Her. 1, 32. – 2) dankbar, πάντων τῶν ζῴων τὸν ἄνϑρωπον εἶναι εὐχαριστότατον Xen. Cyr. 8, 3, 49; Plut. u. a. Sp.; εὐχαρίστως διακεῖσϑαι πρός τινα D. Sic. 1, 90. – 3) wohlthätig, D. Sic. 18, 28; N. T; neben φιλόδωρος Poll. 5, 140.
-
2 δυς-χάριστος
δυς-χάριστος, nicht freigebig, τινός, mit etwas, od. = undankbar, Aesch. frg. 128.
-
3 ἀ-χάριστος
ἀ-χάριστος, 1) unangenehm, mißfällig, Od. 8, 236 οὐκ ἀχάριστα μεϑ' ἡμῖν ταῠτ' ἀγορεύεις, sehr angenehm, Homerisch; οὐκ ἀχάριστα λέγεις, = χαρίεντα, Xen. An. 2, 1, 13, ironisch = εὐήϑη; ἀχαριστότερον ἐπιμέλημα Oec. 7, 37, etwas unangenehm; adv. μηδὲ τὰς χάριτας ἀχαρίστως χαριζόμενος Isocr. 1, 31, auf unfreundliche Weise. – 2) undankbar, von Her. 1, 90 an nicht selten; οὐ χάριν ἔχει Arist. rhetor. 8, 7; adv. ἀχαρίστως, ἀποπέμψασϑαι εὐεργέτας, ungedankt, ungelohnt, Xen. An. 7, 7, 23; οὐκ ἀχαρίστως μοι ἔχει πρὸς ὑμῶν, ihr wißt mir Dank dafür, 2, 3, 18; ἀχαρίστως ἕπεσϑαι Xen. Cyr. 7, 4, 14, ungern folgen.
-
4 ἀχάριστος
ἀ-χάριστος, (1) unangenehm, mißfällig; adv., auf unfreundliche Weise. (2) undankbar -
5 δυςχάριστος
δυς-χάριστος, nicht freigebig, τινός, mit etwas, od. = undankbar -
6 εὐχάριστος,
εὐ-χάριστος, u. εὐ-χάριτος, (1) anmutig, angenehm; τελευτᾶν τὸν βίον εὐχαρίστως, das Leben auf erwünschte, glückliche Weise enden. (2) dankbar. (3) wohltätig -
7 εὐχάριτος
εὐ-χάριστος, u. εὐ-χάριτος, (1) anmutig, angenehm; τελευτᾶν τὸν βίον εὐχαρίστως, das Leben auf erwünschte, glückliche Weise enden. (2) dankbar. (3) wohltätig
См. также в других словарях:
ευχάριστος — η, ο (ΑΜ εὐχάριστος, ον) (για πρόσ., πράξεις, καταστάσεις, πράγματα) 1. αυτός που είναι γεμάτος χάρη, ο θελκτικός 2. αυτός που παρέχει ευχαρίστηση, ευφροσύνη, τέρψη («οὐχ ὅμοια προαιρεῑται ὁ εὐχάριστος καὶ ὁ γελωτοποιῶν, ἀλλ ὁ μὲν εὐφραίνειν, ὁ… … Dictionary of Greek
περιχάριστος — ον, Μ εύθυμος, χαρούμενος. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + χαριστος (< χαρίζω), πρβλ. ευ χάριστος] … Dictionary of Greek
χαρίστιος — ον, Α 1. χαριστήριος* 2. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τὰ χαρίστια οικογενειακή γιορτή στους Ρωμαίους, τελούμενη στις 20 Φεβρουαρίου, κατά την οποία εξομαλύνονταν οι οικογενειακές έριδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαρίζω, ομαι, μέσω ενός αμάρτυρου τ.… … Dictionary of Greek
χαριστώ — έω, Α κάνω χάρη, ευνοώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαρίζω, ομαι, μέσω ενός αμάρτυρου *χαριστός (πρβλ. εὐχάριστος: εὐχαριστῶ)] … Dictionary of Greek
χείρων — Ένας από τους Κενταύρους της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας: ξεχώριζε από τους συντρόφους του, που παρουσιάζονταν άγριοι και σκληροί, με την εξαιρετική σοφία του. Κατά την αρχαία παράδοση, πολλοί ήρωες της αρχαιότητας, μεταξύ των οποίων και ο… … Dictionary of Greek