-
1 πωγωνο-φορία
πωγωνο-φορία, ἡ, das Barttragen, Plut.
-
2 παμ-φορία
παμ-φορία, ἡ, Früchte aller Art, Sp. Von
-
3 πληρο-φορία
πληρο-φορία, ἡ, volle Ueberzeugung, Gewißheit, N. T.
-
4 πολυ-φορία
πολυ-φορία, ἡ, das Vieltragen, die Fruchtbarkeit, Xen. Oec. 19, 19 u. Sp.
-
5 στεφανη-φορία
στεφανη-φορία, ἡ, das Tragen eines Kranzes; στεφανᾱφορίαν δέξαι, Pind. Ol. 8, 10; Eur. Herc. Fur. 781; νίκας, El. 862, und das Recht dazu, στεφανηφορίαν δοῠναί τινι, neben ἄδειαν u. τιμήν, Dem. 21, 33; Plut. de S. N. V. 13.
-
6 στεφη-φορία
στεφη-φορία, ἡ, = στεφανηφορία, Sp.
-
7 σκαφη-φορία
σκαφη-φορία, ἡ, das Geschäft des σκαφηφόρος, B. A. 280.
-
8 σκευο-φορία
σκευο-φορία, ἡ, das Tragen des Gepäckes (?).
-
9 σιδηρο-φορία
σιδηρο-φορία, ἡ, das Eisentragen, Sp.
-
10 σακκο-φορία
σακκο-φορία, ἡ, das Tragen eines groben Zeuges, Sp.
-
11 τριβωνο-φορία
τριβωνο-φορία, ἡ, das Tragen eines abgenutzten Mantels, Plut. Is. et Os. 3 de adul. et am. discr. 9.
-
12 τροπαιο-φορία
τροπαιο-φορία, ἡ, das Tragen der Siegeszeichen, Plut. Pelop. et Marc. 3 u. a. Sp.
-
13 τεττῑγο-φορία
τεττῑγο-φορία, ἡ, das Cicadentragen, Tzetz. Phil. 1, 233, s. das Folgde.
-
14 τελες-φορία
τελες-φορία, ἡ, 1) das Bringen oder Tragen vollkommner, reifer Früchte. – 2) Zoll, Abgabe, B. A. 309. – 3) Weihe, Einweihung, Opfer; Callim. Cer. 129; Ap. Rh. 1, 917.
-
15 φως-φόρια
-
16 φαες-φορία
φαες-φορία, ἡ, das Tragen, Bringen des Lichts, das Leuchten; Callim. Dian. 11; Mus. 300.
-
17 φαλλη-φόρια
φαλλη-φόρια, τά, sc. ἱερά, ein Fest, wobei der Phallos vorgetragen, das dem Phallos gefeiert wurde, Plut. Is. et Os. 35.
-
18 χρῡσο-φορία
χρῡσο-φορία, ἡ, das Tragen goldener Kleider, goldenes Schmuckes, Sp.
-
19 ψηφη-φορία
ψηφη-φορία, sp. Form von ψηφοφορία.
-
20 ψηφο-φορία
ψηφο-φορία, ἡ, das Stimmgeben, Abstimmen; Arist. pol. 2, 8; Plut. Cor. 20.
См. также в других словарях:
-φορία — ΝΜΑ βλ. φόρος … Dictionary of Greek
κραδηφορία — κραδηφορία, ἡ (Α) το να κρατάει κάποιος κλαδιά συκιάς κατά τη διάρκεια μιας εορτής. [ΕΤΥΜΟΛ. < κράδη «κλαδί» + φορία (< φορῶ < φόρος < φόρος < φέρω), πρβλ. ανθο φορία, λαμπαδη φορία] … Dictionary of Greek
Σκιροφόρια — Αρχαία αθηναϊκή γιορτή προς τιμήν της θεάς Αθηνάς. Την τελούσαν στις 12 του μηνός Σκιροφοριώνα (Ιούνιος Ιούλιος). Στο διάστημα της γιορτής μεταφερόταν σε πομπή από την Ακρόπολη στην Ιερά Οδό το μεγάλο λευκό σκιάδιο (σκίρον), και κάτω από το… … Dictionary of Greek
παρασημοφορία — η 1. απονομή παρασήμου σε κάποιον ως ηθική αμοιβή για εξαίρετες πράξεις 2. η λήψη, από ένα πρόσωπο, παρασήμου που τού απονεμήθηκε. [ΕΤΥΜΟΛ. < παράσημο + φορία (< φόρος < φέρω), πρβλ. οπλο φορία. Η λ. μαρτυρείται από το 1853 στο Φυλλάδιον … Dictionary of Greek
ποδοφορία — ἡ, Μ ταξίδι με τα πόδια, πεζοπορία. [ΕΤΥΜΟΛ. < πούς, ποδός + φορία (< φόρος < φέρω), πρβλ. καρπο φορία] … Dictionary of Greek
ροδοφόρια — τὰ, Α ο ῥοδισμός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥόδον + φόρια (< φόρος < φέρω), πρβλ. Ανθεσ φόρια] … Dictionary of Greek
τελετηφορία — ἡ, Α τελετουργία, ιεροτελεστία. [ΕΤΥΜΟΛ. < τελετή + φορία (< φόρος*), πρβλ. θανατη φορία] … Dictionary of Greek
χρυσεμπαστοφόρια — τά, Α αντικείμενα με ανάγλυφη διακόσμηση από χρυσό. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσέμπαστος + φόρια, πληθ. ουδ. τού φόριος (< φόρος*), πρβλ. θεσμο φόρια] … Dictionary of Greek
νικαφορία — νῑκᾱφορίᾱ , νικηφορία victory fem nom/voc/acc dual (doric) νῑκᾱφορίᾱ , νικηφορία victory fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νικαφορίας — νῑκᾱφορίᾱς , νικηφορία victory fem acc pl (doric) νῑκᾱφορίᾱς , νικηφορία victory fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-φορος — ΝΜΑ β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ονομάτων, αρσενικών και θηλυκών, και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα φορ τής ρίζας τού ρήματος φέρω* και απαντά σε μεγάλο αριθμό συνθέτων (σχεδόν… … Dictionary of Greek