-
1 αφθονως
1) без зависти, охотно(ἀ. καὴ προθύμως Plut.)
2) щедро, в изобилии(ἔχειν τινός Plat.; διδόναι Arst.; χρῆσθαι τοῖς βέλεσι Polyb.; ἐγκωμιάζειν τινά Plut.)
-
2 υποφθονως
1 αφθονως
(ἀ. καὴ προθύμως Plut.)
(ἔχειν τινός Plat.; διδόναι Arst.; χρῆσθαι τοῖς βέλεσι Polyb.; ἐγκωμιάζειν τινά Plut.)
2 υποφθονως