-
1 'φανίζω
ἀφανίζω, ἀφανίζωmake unseen: pres subj act 1st sgἀφανίζω, ἀφανίζωmake unseen: pres ind act 1st sg -
2 φανίζω
(→ἐμφανίζω,,) -
3 προς-εμ-φανίζω
προς-εμ-φανίζω, noch dazu sichtbar, deutlich machen, noch dazu bezeugen, los.
-
4 προ-α-φανίζω
προ-α-φανίζω, vorher verschwinden machen, Hel. 10, 36.
-
5 παρ-α-φανίζω
παρ-α-φανίζω, dabei vernichten, Sp.
-
6 συν-α-φανίζω
συν-α-φανίζω, mit od. zugleich unsichtbar machen, vertilgen, Sp., wie D. Hal. 1, 1.
-
7 κατ-α-φανίζω
κατ-α-φανίζω, verstärktes ἀφ., Erkl. von δῃοῦν.
-
8 κατ-εμ-φανίζω
κατ-εμ-φανίζω, anzeigen, Ios.
-
9 δι-εμ-φανίζω
δι-εμ-φανίζω, dasselbe, Aristaenet. 2, 16.
-
10 ἀ-φανίζω
ἀ-φανίζω, unsichtbar machen, νεφέλη ἥλιον Xen. An. 3, 4, 8, nach Brodäus Emend., s. Krüger; den Augen entziehen, ἀφανίζοντες κρύπτομεν Plat. Phil. 66 a; vgl. Eur. I. T. 764; τὸ σῶμα ἐξενέγκαντες ἀφανίσουσι Xen. Mem. 1, 2, 53; vgl. Her. 3, 126; entwenden, Xen. Oec. 14, 2; verheimlichen, ὅ τι νοεῖ Plat. Crat. 418 b; vertilgen, zerstören, τὸ γένος Conv. 190 c; ἐλαίαν, σηκόν, Lys. 7, 2; ἀργύριον, οὐσίαν, Aesch. 1, 101. 103; Ἀϑήνας Xen. An. 3, 2, 11. Häufiger im pass., νῆσοι κατὰ τῆς ϑαλάττης ἀφανίζονται, gehen unter, Her. 7, 6; κατακαυϑεὶς ἠφανίσϑη, er verschwand, 7, 167; oft bei Plat. u. Folgdn, ὑπὲρ τοὺς τῆς χώρας ὅρους ἀφανισϑείς, über die Grenze gebracht, Plat. Legg. IX, 855 a; Philostr. Imagg. 1. 26 steigert οὐχ ὡς ἀπόλοιντο, ἀλλ' ὡς ἀφανισϑεῖεν εἰς μίαν ἡμέραν.
-
11 ἀντ-εμ-φανίζω
ἀντ-εμ-φανίζω, dagegen zeigen, Hesych.
-
12 ἐπ-α-φανίζω
ἐπ-α-φανίζω, noch dazu vertilgen, Lysis bei Iambl. v. Pyth. 77.
-
13 ἐμ-φανίζω
ἐμ-φανίζω, sichtbar, deutlich machen, zeigen; ἄστρα τὰς ὥρας ἐμφ. Xen. Hem. 4, 3, 4; gew. übertr., τί τινι, Plat. Soph. 244 a; τὰ παϑήματα δι' ἃς αἰτίας γέγονε Tim. 61 c; τοῦτο, ὅτι, Xen. Cyr. 8, 1, 26; τοὺς ζῶντας ὁποῖοί τινες ἂν ὦσι Aesch. 1, 128; ὃν ἡ τύχη ἀλυσιτελῆ φίλον ἐμφανίζει Dem. 14, 36; οὐκ οὖσαν ἀγαϑὸν τὴν ἡδονήν Arist. Eth. 10, 3, 11. Oft bei Sp. auch ἑαυτόν, seine Gesinnung zeigen, Pol. 30, 17, 2, wie Ath. II, 37 e. – Ἐμφανιστέον, ᾗ δυνατόν Plat. Tim. 65 c.
-
14 ἐκ-φανίζω
-
15 ἐν-α-φανίζω
ἐν-α-φανίζω, darin verschwinden machen, vertilgen; οὐ παντάπασιν αὐτῇ τὸ φιλάδελφον ἐνηφανίσϑη Plut. frat. am. 18; absolut, Aem. Paull. 36; ἔν τινι, Strab. 1, 3, 3.
-
16 ἐξ-α-φανίζω
ἐξ-α-φανίζω, = simplex, verstärkt, Plat. Polit. 270 e u. öfter bei Sp.
-
17 ἐμφανίζω
ἐμ|φανίζω ( ant ἀ|φανίζω) делать явным, обнаруживать; показывать на кого властям -
18 αφανιζω
1) делать невидимым, закрывать, застилать, затмевать(ἥλιον νεφέλη ἠφάνισε Xen.; ἥ σελήνη ἠφανίσθη Plut.)
2) скрывать, убирать, прятать(τινά и τι Her., Thuc., Xen.)
; pass. угасать(τὸ πῦρ ἠφανίσθη Plut.)
; иссякать(ποταμοὴ ἀφανίζονται Arst.)
; исчезатьἀφανισθῆναι ἐξ ἀνθρώπων Her., Lys., Isocr. — умереть, не быть в живых;
ὑπὲρ τοὺς τῆς ζώρας ὅρους ἀφανισθῆναι Plat. — быть удаленным за пределы страны;κατακαυθεὴς ἠφανίσθη Her. — он сгорел бесследно3) уничтожать, разрушать(ἱερά Dem.; τὰς Ἀθήνας Xen.)
4) истреблять(ἐλαίαν Lys.; τὸ γένος Plat.)
5) смывать, сглаживать(ἀφανίζει ἥ δρόσος τὰ ἴχνη Xen.)
6) заглаживать(ἀγαθῷ κακόν Thuc.)
7) уводить, уносить, похищать(τινὰ πόλεος Eur.; μέ ἐᾶσαι ἀφανισθῆναι παῖδας καὴ γυναῖκας Xen.)
8) обращать в наличные деньги, т.е. расточать(οὐσίαν Aeschin., Dem.)
9) умалять, помрачать(τὰς πατρικὰς ἀρετάς Thuc.; ἀνδρὸς ἐνδόξου τιμάς Plut.)
-
19 εμφανιζω
1) показывать(ἄστρα ἡμῖν τὰς ὥρας τῆς νυκτὸς ἐμφανίζει Xen.; ἥ τὸ ἦθος ἐμφανίζουσα εἰκών Plut.)
2) показывать, доказывать, представлять(τὰς ἀποδείξείς Arst.; τινί τι Xen.)
3) выказывать, выявлять, обнаруживать(τὸ ψεῦδος Arst.)
ἐ. ἑαυτόν Polyb. — выражать свое мнение, высказываться;ἐ. τινὰ συμφέροντα Dem. — обнаружить чью-л. полезность4) указывать, приказывать(τινὴ ποιεῖν τι Polyb.)
-
20 αποφανισθέντες
См. также в других словарях:
φανίζω — Α πιθ. δημοσιεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φᾰν τού φαίνω*, κατά τα ρ. σε ίζω] … Dictionary of Greek
'φανίζω — ἀφανίζω , ἀφανίζω make unseen pres subj act 1st sg ἀφανίζω , ἀφανίζω make unseen pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοφανίζω — 1. κάνω κάτι να φανεί σε κάποιον κακό, κακοκαρδίζω 2. (συν. η μτχ.) κακοφανισμένος, η, ο δυσαρεστημένος, κακοκαρδισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + θ. φαν , πρβλ. ἐ φάν ην τού φαίνομαι, κατά τα σε ίζω (πρβλ. α φανίζω, εμ φανίζω)] … Dictionary of Greek
FENESTRA — ex Graeco φαινίςτρα, quod a verbo φανίζω; antiquis Fenestra et Festra, ex Graeco φαίςτρα itidem, quod a φαιςτὸς, perspicuus, lucidus: illuminandae domui inservit. Quo fine decorabantur olim ex speculari lapide, aut vitro in tenues laminas fuso,… … Hofmann J. Lexicon universale
φανιστής — ο, Ν [φανίζω] 1. αυτός που εμφανίζει κάτι κρυφό ή άδηλο, ο φανερωτής 2. (κυρίως) προσωνυμία τού Αγίου Ιωάννου τού Προδρόμου, επειδή, κατά τη λαϊκή αντίληψη, αποκαλύπτει το μέλλον μέσω τής μαντείας τού κλήδονα … Dictionary of Greek
διαφανισθῇ — διά ἀφανίζω make unseen aor subj pass 3rd sg διά φανίζω aor subj pass 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραφανισθείσης — παρά ἀφανίζω make unseen aor part pass fem gen sg (attic epic ionic) παρά φανίζω aor part pass fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραφανισθήσεται — παρά ἀφανίζω make unseen fut ind pass 3rd sg παρά φανίζω fut ind pass 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραφανίζειν — παρά ἀφανίζω make unseen pres inf act (attic epic) παρά φανίζω pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραφανίζωμεν — παρά ἀφανίζω make unseen pres subj act 1st pl παρά φανίζω pres subj act 1st pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποφανισθέντες — ἀπό φανίζω aor part pass masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)