-
1 τορητός
-
2 τορητός
τορητός, durchbohrt, zu durchbohren, verwundbar -
3 ἀ-τόρητος
ἀ-τόρητος, nicht zu durchbohren, Nonn. D. 14, 380.
-
4 ἀτόρητος
См. также в других словарях:
τορητός — ή, όν, Α αυτός που μπορεί να τρυπηθεί, τρωτός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τορ τής ετεροιωμένης βαθμίδας τής ρίζας τού ρ. τείρω* «διατρυπώ» (πρβλ. απρμφ. αορ. τορεῖν) + κατάλ. η τός τών ρηματ. επιθ.] … Dictionary of Greek
τορητόν — τορητός liable to be pierced masc acc sg τορητός liable to be pierced neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)