-
1 τεύχης
-
2 τεύχῃς
-
3 τοξο-τευχής
τοξο-τευχής, ές, mit Bogen und Pfeilen gerüstet, Aesch. Suppl. 285.
-
4 χρῡσο-τευχής
χρῡσο-τευχής, ές, mit goldenen Waffen, in goldener Rüstung, Eur. Rhes. 340.
-
5 χαλκεο-τευχής
χαλκεο-τευχής, in Erz gerüstet, Kapaneus, Eur. Suppl. 1024.
-
6 χαλκο-τευχής
χαλκο-τευχής, ές, v. l. für χαλκεοτευχής.
-
7 νεο-τευχής
νεο-τευχής, ές, = Vorigem; δίφροι, Il. 5, 194; sp. D., wie Theocr. 1, 28; οἰκία, Crinag. ep. (IX, 560).
-
8 λυγο-τευχής
λυγο-τευχής, ές, aus Weidenzweigen gemacht, geflochten, κύρτος, Crinag. 27 (IX, 562).
-
9 θεο-τευχής
θεο-τευχής, ές, dasselbe, Greg. Naz.
-
10 μῡριο-τευχής
μῡριο-τευχής, ές, mit zehntausend, unzählig vielen Gewaffneten, Eur. I. T. 161, l. d.
-
11 ἀ-τευχής
ἀ-τευχής, ές, unbewaffnet, Eur. Andr. 1118.
-
12 Ἡφαιστο-τευχής
Ἡφαιστο-τευχής, ές, dasselbe; δέπας Aesch. bei Ath. XI, 469 f, wo Schweigh. des Metrums wegen ἡφαιστοτυχές, Herm. ἡφαιστοτυκές ändern.
-
13 τεύχηις
τεύχῃς, τεύχωmake ready: pres subj act 2nd sg -
14 ατευχης
-
15 Ηφαιστοτευχης
-
16 λυγοτευχης
-
17 μυριοτευχης
-
18 νεοτευχης
-
19 τοξοτευχης
-
20 χαλκεοτευχης
См. также в других словарях:
τεύχῃς — τεύχω make ready pres subj act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τεύχηις — τεύχῃς , τεύχω make ready pres subj act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεοτευχής — θεοτευχής, ές (Α) θεότευκτος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + τευχής (< τεύχος «όργανο, σκεύος»), πρβλ. νεο τευχής, χαλκο τευχής] … Dictionary of Greek
λυγοτευχής — λυγοτευχής, ές (Α) κατασκευασμένος από κλαδιά λυγαριάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < λύγος «λυγαριά» + τευχής (< τεῦχος < τεύχω «κατασκευάζω»), πρβλ. νεο τευχής, τοξο τευχής] … Dictionary of Greek
χαλκεοτευχής — και εσφ. γρφ. χαλκοτευχής, ές, Α οπλισμένος με χάλκινα όπλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκεο (βλ. λ. χαλκ[ο] ) + τευχής (< τεῦχος «αντικείμενο, όπλο»), πρβλ. ἀ τευχής, τοξο τευχής] … Dictionary of Greek
ηφαιστοτευχής — ἡφαιστοτευχής και διαφ. γρ. ἡφαιστοτυκής, ές (Α) ηφαιστόπονος, κατασκευασμένος από τον Ήφαιστο («ἡφαιστοτευχές δέπας», Αισχ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < Ήφαιστος + τευχής (< τεύχος), πρβλ. νεο τευχής] … Dictionary of Greek
μυριοτευχής — μυριοτευχής, ές (Α) αυτός που συνοδεύεται από δέκα χιλιάδες ένοπλους άνδρες. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο) * + τευχής (< τεύχη «όπλα»), πρβλ. χρυσο τευχής] … Dictionary of Greek
νεοτευχής — νεοτευχής, ές (Α) (ποιητ. τ.) νεότευκτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + τευχής (< τεῦχος), πρβλ. χαλκεο τευχής] … Dictionary of Greek
τοξοτευχής — ές, Α οπλισμένος με τόξο («εἰ τοξοτευχεῑς ἦτε», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τόξον + τευχής (< τεῦχος, τό), πρβλ. χαλκεο τευχής] … Dictionary of Greek
χρυσοτευχής — ές, Α αυτός που έχει χρυσά όπλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + τευχής (< τεῦχος «όπλο» < τεύχω «κατασκευάζω, φτειάχνω»), πρβλ. χαλκεο τευχής] … Dictionary of Greek
αρτιτευχής — ἀρτιτευχής, ές (Μ) ο μόλις προ ολίγου κατασκευασμένος, ο καινούργιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρτι * + τευχής < τεύχος < τεύχω (πρβλ. νεοτευχής)] … Dictionary of Greek