Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ἀ-σύστᾰτος

См. также в других словарях:

  • συστατός — ή, όν, Α [συνίστημι] 1. αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να θέσει μαζί ή να συντάξει («οὐ γὰρ δή γε ἡ τούτου εὐθεῑα πάλιν συστατή», Απολλ. Δύσκ.) 2. κατασκευασμένος, φτειαγμένος 3. ο καλά κατασκευασμένος …   Dictionary of Greek

  • συστατά — συστατός capable of being formed neut nom/voc/acc pl συστατά̱ , συστατός capable of being formed fem nom/voc/acc dual συστατά̱ , συστατός capable of being formed fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συστατόν — συστατός capable of being formed masc acc sg συστατός capable of being formed neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συστατή — συστατός capable of being formed fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συστατήν — συστατός capable of being formed fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συστατῷ — συστατός capable of being formed masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ιδιοσύστατος — η, ο (ΑΜ ἰδιοσύστατος, ον) 1. αυτός που υπάρχει αφ εαυτού, αυτός που δημιουργήθηκε μόνος του, που έχει δική του ιδιαίτερη σύσταση νεοελλ. αυτός που συστήνεται μόνος του. επίρρ... ἰδιοσυστάτως (ΑΜ) με δική του υπόσταση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιο * +… …   Dictionary of Greek

  • κοσμοσύστατος — κοσμοσύστατος, ον (Μ) αυτός που έχει προβληθεί από τον λαό («κοσμοσύστατοι βασιλεῑς», Κ. Πορφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κοσμ(ο) * + σύστατος (< συνίστημι), πρβλ. ιδιο σύστατος, νεο σύστατος] …   Dictionary of Greek

  • μοιχοσύστατος — μοιχοσύστατος, ον (Μ) συνήγορος τής μοιχείας. [ΕΤΥΜΟΛ. < μοιχός + σύστατος (< συνίστημι «συμπράττω με κάποιον»), πρβλ. αρτιο σύστατος] …   Dictionary of Greek

  • μονοσύστατος — μονοσύστατος, ον (Α) (για τέχνη) αυτός που λαμβάνει υπόσταση μόνον όταν μπαίνει σε εφαρμογή, όταν ασκείται, όπως π.χ. ο χορός. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + συστατός (< συνίσταμαι), πρβλ. πολυ σύστατος] …   Dictionary of Greek

  • νεοσύστατος — η, ο (Α νεοσύστατος, ον) αυτός που έχει συσταθεί πρόσφατα αρχ. 1. (για νόσημα) αυτός που εμφανίστηκε πριν από λίγο, αιφνίδιος, ξαφνικός («νεοσύστατος κατάρρους», Ορειβ.) 2. (για πρόσ.) αυτός που πριν από λίγο προσχώρησε σε κάποια αίρεση, αυτός… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»